νέμησις

νέμησις
νέμ-ησις, εως, , ([etym.] νέμω)
A distribution,

τοῦ χωρίου Is.9.17

;

τῶν κοινῶν Phld.Rh.2.125

S.;

οὐσίας Poll.8.135

;

βασιλείας J.AJ17.11.1

;

χρημάτων Hld.1.19

, cf. Charito 3.7.
II (

νέμω A.11

) land in occupation, area, territory,

Μουνιχίας IG12.894

, cf.462 (prob.).
2 (

νέμω B.1.2c

) spreading, Aret.CA1.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νέμησις — distribution fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεμήσει — νέμησις distribution fem nom/voc/acc dual (attic epic) νεμήσεϊ , νέμησις distribution fem dat sg (epic) νέμησις distribution fem dat sg (attic ionic) νέμω deal out fut ind mid 2nd sg νέμω deal out fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεμήσεις — νέμησις distribution fem nom/voc pl (attic epic) νέμησις distribution fem nom/acc pl (attic) νέμω deal out fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεμήσεσι — νέμησις distribution fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεμήσεσιν — νέμησις distribution fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεμήσιος — νέμησις distribution fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέμησιν — νέμησις distribution fem acc sg νέμω deal out pres subj mp 2nd sg (epic) νέμω deal out pres subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέμημα — νέμημα, τὸ (Α) αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νέμη τού νέμω (πρβλ. νέμησις, νεμητής), βλ. και λ. νέμω] …   Dictionary of Greek

  • νέμηση — η (Α νέμησις, έως, ιων. γεν. ιος) νεοελλ. (κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή τής περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων του αρχ. 1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.) 2. η περιοχή, το έδαφος …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”